- μισθοφορικόν
- μισθοφορικόςmercenarymasc acc sgμισθοφορικόςmercenaryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισθοφορικός — ή, ό (Α μισθοφορικός, ή, όν) [μισθοφόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μισθοφόρους ή που αποτελείται από μισθοφόρους (α. «μισθοφορική αμοιβή» β. «μισθοφορικό στράτευμα») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθοφορικόν α) στράτευμα το οποίο… … Dictionary of Greek